Υπερβολικός σίδηρος: Tι προκαλεί στον οργανισμό

Ο υπερβολικός σίδηρος στο αίμα είναι μια κατάσταση που προκαλεί έντονη ανησυχία.

Αν και ο βασικός ρόλος του σιδήρου είναι η μεταφορά οξυγόνου στους ιστούς όταν διαταράσσεται αυτή η διαδικασία τότε προκαλούνται σοβαρές βλάβες σε ζωτικά όργανα.

Και για του λόγου του αληθές μελέτες που πραγματοποιήθηκαν απέδειξαν ότι η υπερφόρτιση σιδήρου μπορεί να βλάψει τα εσωτερικά όργανα και να αυξήσει τον κίνδυνο διαβήτη, εμφράγματος και καρκίνου, κυρίως στους ηλικιωμένους.

Στο πλαίσιο αυτό οι ειδικοί επιστήμονες της mayo clinic έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η πιθανότερη συνέπεια της δυτικού τύπου διατροφής είναι η αποθήκευση υψηλών επιπέδων σιδήρου και όχι η σιδηροπενική αναιμία.

Διαβάστε επίσης:  Αυξημένη συγκέντρωση σκόνης στην ατμόσφαιρα – Συστάσεις Υπ. Υγείας

Έτσι όσο περισσότερος σίδηρος απορροφάται από τα διάφορα τρόφιμα, τόσο αυξάνονται τα αποθέματα του οργανισμού, πράγμα που εκ φύσεως συμβαίνει σε όσους πάσχουν από αιμοχρωμάτωση, μία διαταραχή που προσβάλλει 1 άνθρωπο ανά 250 και αυξάνει από μόνη της την απορρόφηση σιδήρου.

Ποιες είναι οι επιπτώσεις

Στην περίπτωση που ο σίδηρος ξεπερνά τις φυσιολογικές τιμές τότε ο οργανισμός δεν μπορεί να απαλλαγεί εύκολα από αυτόν.

Σχετική μελέτη που έγινε σε περισσότερες από 32.000 γυναίκες, έδειξε ότι όσες είχαν τα υψηλότερα επίπεδα σιδήρου διέτρεχαν σχεδόν τριπλάσιο κίνδυνο διαβήτη σε σύγκριση με όσες είχαν τα χαμηλότερα.

Αντίστοιχα, μελέτη σε περισσότερους από 38.000 άντρες έδειξε ότι όσοι κατανάλωναν τον περισσότερο σίδηρο διέτρεχαν κατά 63% υψηλότερο κίνδυνο διαβήτη.

Διαβάστε επίσης:  Πλημμυρισμένη αποθήκη φαρμάκων: «Όχι» ασφαλιστικής για αποζημίωση γιατί δεν είχε άδεια

Την ίδια στιγμή, υψηλά επίπεδα σιδήρου έχουν ανιχνευθεί στους εγκεφάλους ανθρώπων με νευροεκφυλιστικά νοσήματα όπως η νόσος του Αλτσχάιμερ, η νόσος του Πάρκινσον και η πλαγία μυατροφική σκλήρυνση (νόσος του Λου Γκέρινγκ).

Πάντως οι ειδικοί συστήνουν

περιορισμό της κατανάλωσης κόκκινου κρέατος

και την ένταξη στο καθημερινό διαιτολόγιο άλλων πηγών πρωτεϊνών, όπως ψάρι, κοτόπουλο, όσπρια, ξηροί καρποί κ.λπ.