Όχι μόνο παθήσεων που συνδέονται άμεσα με αυτό, αλλά και πολλών άλλων
Επιστήμονες του τμήματος Ιατρικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Datta Meghe στην Ινδία μελέτησαν διάφορες διαγνωστικές εξετάσεις που έχουν αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια και χρησιμοποιούν την ανάλυση του σάλιου για τον εντοπισμό ασθενειών.
Σύμφωνα με τη μελέτη αυτή, τα επίπεδα του ουρικού οξέως στο σάλιο μπορούν να βοηθήσουν όχι μόνο στη διάγνωση παθήσεων που συνδέονται άμεσα με αυτό, όπως η ουρική αρθρίτιδα, αλλά και πολλών άλλων παθήσεων. Ο άνθρωπος παράγει περίπου δύο λίτρα σάλιου ημερησίως και παρά το ότι το 99% αποτελείται από νερό, το υπόλοιπο 1% περιλαμβάνει περισσότερους από 700 μικροοργανισμούς και ουσίες, ανάμεσα στις οποίες και το ουρικό οξύ.
Το ουρικό οξύ αποτελεί τελικό προϊόν του μεταβολισμού των πουρινών. Οι πουρίνες είναι τμήμα των πρωτεϊνών των τροφών που λαμβάνουμε. Αν το ουρικό οξύ αποβάλλεται σωστά και κυρίως γρήγορα από τον οργανισμό, η επίδρασή του έχει ευεργετικές αντιοξειδωτικές ιδιότητες. Αν όμως δεν αποβάλλεται γρήγορα και παραμένουν ποσότητες ουρικού οξέως στον οργανισμό, αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις.
Με δημοσίευσή τους στην επιθεώρηση «Cureus», οι ερευνητές αναφέρουν ότι τα υψηλά επίπεδα του ουρικού οξέως μπορούν να αποτελέσουν δείκτη μιας σειράς παθήσεων, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, καρδιαγγειακές παθήσεις, παθήσεις του ήπατος, ορισμένους τύπους καρκίνου και μεταβολικό σύνδρομο.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές, τα τεστ σάλιου μπορούν να αποτελέσουν μια εύκολη, γρήγορη στην εξαγωγή αποτελεσμάτων και ανώδυνη διαγνωστική εξέταση για παθήσεις που συνήθως απαιτούνται δύσκολες και επώδυνες μέθοδοι, όπως βιοψία ή αιμοληψία.