Υπολογίζεται πως 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι έχουν διαταραχή της κοντινής ή της μακρινής τους όρασης, η οποία θα μπορούσε να έχει αποφευχθεί ή να διορθωθεί. Η διαταραχή αυτή προσβάλλει άτομα όλων των ηλικιών, αλλά η πλειονότητα των πασχόντων είναι άνω των 50 ετών.
«Η διαταραχή της όρασης έχει σημαντικές συνέπειες σε όλες τις πτυχές της ζωής, από τις καθημερινές δραστηριότητες και τις κοινωνικές επαφές έως την επαγγελματική σταδιοδρομία και την πρόσβαση στις υπηρεσίες», λέει ο Χειρουργός-Οφθαλμίατρος δρ Αναστάσιος-Ι. Κανελλόπουλος,
«Δυστυχώς πολλοί άνθρωποι βασανίζονται από προβλήματα όπως οι διαθλαστικές ανωμαλίες (μυωπία, πρεσβυωπία, αστιγματισμός κ.λπ.) και ο καταρράκτης, που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν εάν υποβάλλονταν στην απαιτούμενη θεραπεία. Πολλοί άλλοι, εξάλλου, πάσχουν από οφθαλμοπάθειες, όπως το γλαύκωμα, η ηλικιακή εκφύλιση της ωχράς κηλίδας ή η διαβητική οφθαλμοπάθεια, που χρειάζονται την ενδεδειγμένη θεραπεία για να μην επιδεινωθούν και οδηγήσουν τελικά σε μη αναστρέψιμη απώλεια της όρασης».
Αν και τα προβλήματα οράσεως γίνονται πιο συχνά με την ηλικία, ο προληπτικός έλεγχος πρέπει να αρχίζει από την παιδική ηλικία. Δυστυχώς όμως λιγότερο από το 40% των παιδιών προσχολικής ηλικίας υποβάλλονται σε αυτόν, σύμφωνα με την Αμερικανική Ακαδημία Οφθαλμολογίας (ΑΑΟ).
Η συχνότερη αιτία απώλειας της όρασης στην παιδική ηλικία είναι η αμβλυωπία, η οποία αναπτύσσεται όταν δεν συνεργάζονται ομαλά τα μάτια και ο εγκέφαλος. Υπολογίζεται ότι το 2% έως 3% των παιδιών πάσχουν από αυτήν και χρειάζονται την ενδεδειγμένη θεραπεία για να μην χάσουν την όρασή τους.
Τα μάτια των παιδιών πρέπει να ελέγχονται τακτικά από τον παιδίατρο ή τον παιδοοφθαλμίατρο, τονίζει η ΑΑΟ. Ο έλεγχος αυτός πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται τουλάχιστον μία φορά στις ηλικίες 3 έως 5 ετών.
Στα 5 έτη πρέπει επίσης να ελέγχεται η οπτική οξύτητα των παιδιών και η ευθυγράμμιση των ματιών τους. Σε αυτή την ηλικιακή ομάδα το πιο συχνό οφθαλμολογικό πρόβλημα είναι η μυωπία, που μπορεί να διορθωθεί με τα κατάλληλα γυαλιά.
Εάν τα παιδιά δεν αντιμετωπίζουν οφθαλμολογικά προβλήματα σε αυτές τις πρώτες εξετάσεις, συνιστάται επανέλεγχος ανά πενταετία.
Μετά την ενηλικίωση, χρειάζεται έλεγχος των ματιών στους υγιείς ανθρώπους μία φορά σε ηλικία 20-29 ετών και δύο φορές στις ηλικίες 30-39 ετών.
Στην ηλικία των 40 ετών πρέπει να γίνει και βυθοσκόπηση. Αυτή είναι μία εξέταση που γίνεται με κολλύρια που προκαλούν διαστολή της κόρης του ματιού, ώστε να μπορέσει ο οφθαλμίατρος να ελέγξει καλά το πίσω μέρος των ματιών (βυθός). Ο έλεγχος αυτός πρέπει να επαναλαμβάνεται:
Κάθε 2-4 χρόνια μέχρι την ηλικία των 54 ετών
Κάθε 1-3 χρόνια στις ηλικίες 55-64 ετών
Κάθε 1-2 χρόνια στις ηλικίες 65 ετών και άνω
Προβλήματα υγείας και οικογενειακό ιστορικό
Οι παραπάνω συστάσεις αφορούν υγιείς ανθρώπους, δίχως οικογενειακό ιστορικό σοβαρών οφθαλμοπαθειών. «Η συχνότητα του περιοδικού προληπτικού ελέγχου είναι διαφορετική για όσους αντιμετωπίζουν χρόνια προβλήματα υγείας, υποβάλλονται σε ορισμένες θεραπείες ή έχουν βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό», καταλήγει ο ειδικός.