Τα άτομα με μειωμένη ή μηδενική αίσθηση της πικρής γεύσης (non-tasters) ήταν πιο πιθανό να μολυνθούν από τον κορονοϊό
Οι υποδοχείς της πικρής γεύσης στη γλώσσα έχουν συσχετιστεί με τη φυσική ανοσία απέναντι σε παθογόνα στη μύτη και στους ρινικούς κόλπους, ενώ γενετικές παραλλαγές στα γονίδια που κωδικοποιούν για τους υποδοχείς της πικρής γεύσης έχουν συσχετιστεί με διαφορετική ευπάθεια, συμπτωματολογία και έκβαση σε λοιμώξεις ανώτερου αναπνευστικού.
Κατά την ένταξή τους στη μελέτη όλοι οι συμμετέχοντες υπεβλήθησαν σε δοκιμασία PCR για τον SARS-CoV-2 και ήταν αρνητικοί. Οι συμμετέχοντες παρακολουθήθηκαν έως την επιβεβαίωση της λοίμωξης από SARS-CoV-2 με PCR. Συνολικά συμπεριελήφθησαν 1935 άτομα με μέση ηλικία τα 45.5 έτη, εκ των οποίων οι 1101 ήταν γυναίκες (56.9%).
Με βάση τη φαινοτυπική δοκιμασία γεύσης, οι 508 (26.3%) ήταν super-tasters, οι 917 (47.4%) ήταν tasters και οι 510 (26.4%) ήταν non-tasters. Συνολικά καταγράφηκαν 266 κρούσματα COVID-19 εργαστηριακά επιβεβαιωμένα με PCR.
Οι non tasters ήταν πιο πιθανό να μολυνθούν με κορονοϊό
Από αυτά, τα 55 (21%) χρειάστηκαν νοσηλεία. Η διάρκεια των συμπτωμάτων μεταξύ των ασθενών με θετική δοκιμασία PCR για τον SARS-CoV-2 ήταν από 0 έως 48 ημέρες.
Οι non- tasters είχαν σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα (κατά 10 φορές) να έχουν θετική δοκιμασία PCR για τον SARS-CoV-2 συγκριτικά με τους tasters και τους super-tasters, όπως επίσης και μεγαλύτερη πιθανότητα νοσηλείας εφόσον νοσήσουν ( και να έχουν συμπτώματα για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (μέση διάρκεια συμπτωμάτων 23.7 ημέρες συγκριτικά με 13.5 ημέρες μεταξύ των taster/super-taster).
Οι 47 από τους 55 ασθενείς (85.5%) με COVID-19 που χρειάστηκαν ενδονοσοκομειακή νοσηλεία ήταν non-tasters. Αντίστροφα, μόνο οι 15 από τους 266 ασθενείς (5.6%) με θετική δοκιμασία PCR για τον SARS-CoV-2 ήταν super-tasters.