Ένα κοινωνικό φαινόμενο που κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, με τους ειδικούς να κάνουν λόγο για μια νέα μάστιγα, έχει σοβαρότατες επιπτώσεις σε παιδιά και εφήβους
Για ένα ξεχωριστό κοινωνικό φαινόμενο, που κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος, ειδικότερα μεταξύ των παιδιών και των εφήβων κάνει λόγο μια ερευνητική ομάδα, με επιστήμονες από τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, να μελετά σε βάθος τις σοβαρότατες επιπτώσεις του κυβερνοεκφοβισμού (cyberbullying) στην ψυχική υγεία.
Ερευνητές από το Ινστιτούτο Lifespan Brain (LiBI) του Παιδιατρικού Νοσοκομείου της Φιλαδέλφεια, το Πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και το Πανεπιστήμιο Reichman του Ισραήλ ανέλυσαν δεδομένα που αφορούσαν περισσότερα από 10.000 παιδιά 10-13 ετών. Η έρευνα ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2018 και ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2021 για λογαριασμό της μελέτης ABCD για την Γνωστική Ανάπτυξη του Εγκεφάλου των Εφήβων.
Τα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο JAMA Network Open, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι συνέπειες του κυβερνοεκφοβισμού είναι ακόμη σοβαρότερες στις νεαρές ηλικίες από αυτό που ορίζουμε ως «παραδοσιακό bullying», δηλαδή την κατά πρόσωπο επιθετικότητα.
«Σε μια εποχή που οι έφηβοι περνούν περισσότερο χρόνο από ποτέ σερφάροντας στο διαδίκτυο, η μελέτη αυτή υπογραμμίζει τον αρνητικό αντίκτυπο που έχει το ψηφιακό bullying στα υποψήφια θύματά του», λέει ο Δρ. Ran Barzilay, βοηθός καθηγητή στο LiBI.
H σχέση όλων μας με το διαδίκτυο είναι πλέον τόσο έντονη, ειδικά από την εμφάνιση της πανδημίας του κορωνοϊού, που ενίσχυσε την κοινωνική αποστασιοποίηση, ώστε ένα μεγάλο μέρος της αλληλεπίδρασης των ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και το bullying, διατηρήθηκε ηλεκτρονικά, μέσω προσωπικών μηνυμάτων ή αναρτήσεων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Μάλιστα, σύμφωνα με τους ερευνητές, ο εκφοβισμός στο διαδίκτυο σχετίζεται μόνο εν μέρει με το παραδοσιακό bullying, γι’ αυτό και πρέπει να ερευνηθεί ως ένα ξεχωριστό, ανεξάρτητο φαινόμενο. Η μελέτη ABCD ορίζει τον κυβερνοεκφοβισμό ως μια «σκόπιμη προσπάθεια να βλάψουμε κάποιον διαδικτυακά, μέσω προσωπικών μηνυμάτων, σε ομαδικές συνομιλίες ή στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης». Το παραδοσιακό bullying, από την άλλη, χωρίζεται σε τρεις κατηγορίες: φανερή επιθετικότητα, μέσω απειλών ή πρόκλησης σωματικής βίας, σχεσιακή επιθετικότητα, όπως το να απομονώνουμε κάποιον και επιθετική φημολογία, όπως το να διαδίδουμε άσχημες φήμες για κάποιον.
Ειδικότερα, η παρούσα μελέτη διαπίστωσε ότι είναι πιο πιθανό να έχουν αυτοκτονικές τάσεις ή ακόμη και κάνουν απόπειρα αυτοκτονίας τα νεαρά θύματα του διαδικτυακού εκφοβισμού, συγκριτικά με όσους αντιμετωπίζουν την κατά πρόσωπο επίθεση. Μάλιστα, σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC), ο δείκτης αυτοκτονιών στα παιδιά αυξάνεται διαρκώς, ενώ το 2018 έγινε η δεύτερη κυριότερη αιτία θανάτου για τα άτομα 10-24 ετών στις ΗΠΑ.
Από το σύνολο των παιδιών που συμμετείχαν στη μελέτη, το 7,6% απάντησε ότι είχε εκδηλώσει αυτοκτονικές τάσεις, το 8,9% ανέφεραν ότι είχαν υπάρξει θύματα κυβερνοεκφοβισμού και το 0.9% ανέφερε ότι είχε εκφοβίσει διαδικτυακά άλλους.
Οι ερευνητές ανακάλυψαν το εξής παράδοξο: Οι τάσεις αυτοκτονίας ήταν έντονες τόσο στα θύματα, όσο και στους θύτες του παραδοσιακού bullying, δεν ίσχυε όμως το ίδιο στην περίπτωση του κυβερνοεκφοβισμού, που δείχνει να μην επηρεάζει αρνητικά τους δράστες.
Η μελέτη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κυβερνοεκφοβισμός αποτελεί με διαφορά κυρίαρχο παράγοντα πρόκλησης αυτοκτονικών τάσεων.
Παράλληλα, οι ειδικοί ανέδειξαν και ένα ακόμη, πολύ σημαντικό στοιχείο: Οι νέοι που επηρεάζονται από τον κυβερνοεκφοβισμό είναι διαφορετικοί από εκείνους που πλήττονται από το παραδοσιακό bullying. Επομένως, η μελέτη για τα θύματα του κυβερνοεκφοβισμού θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε περισσότερα παιδιά με αυτοκτονικές τάσεις, που δεν εντοπίζονται στις έρευνες για τα θύματα του παραδοσιακού bullying.
«Βάσει των νέων ευρημάτων, διαπιστώνουμε ότι είναι απαραίτητο να εξετάσουμε το θέμα του κυβερνοεκφοβισμού με την ίδια σοβαρότητα που αντιμετωπίζουμε άλλα αίτια, όπως η κατάθλιψη», δήλωσε ο Δρ. Barzilay. «Παράλληλα, τόσο οι εκπαιδευτικοί, όσο και οι γονείς θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, ώστε να εντοπίσουν τυχόν συμπεριφορές των παιδιών που μαρτυρούν ότι έχουν πέσει θύματα κυβερνοεκφοβισμού», συμπλήρωσε.
Τέλος, οι ερευνητές επισημαίνουν ότι η ανάγκη για περαιτέρω έρευνα έχει ενισχυθεί ακόμη περισσότερο με την έλευση της πανδημίας του κορωνοϊού και στόχος είναι να γίνει πιο ξεκάθαρο το τοπίο που οριοθετεί το φαινόμενο του κυβερνοεκφοβισμού και των συνεπειών του στα παιδιά.