Ο πνευμονιόκοκκος είναι ένα βακτηρίδιο που εισβάλλει στον οργανισμό κυρίως από τον ρινοφάρυγγα και μπορεί να προκαλέσει σοβαρές επιπλοκές.
Καθώς είναι η πιο συχνή αιτία εξωνοσοκομειακής μικροβιακής πνευμονίας, ο προληπτικός εμβολιασμός είναι η ορθότερη αντιμετώπισή του.
Tι είναι ο πνευμονιόκοκκος;
Ονομάζεται Streptococcus Pneumoniae και ανήκει στην οικογένεια Streptococcus.
Συνολικά υπάρχουν 90 τύποι. Tο βακτήριο αυτό μπορεί να υπάρχει στο στόμα, τη μύτη ή τον φάρυγγα, χωρίς να προκαλεί ασθένεια.
Εκτιμάται ότι το 5 έως 25% του πληθυσμού είναι φορείς αυτού του βακτηρίου χωρίς να εμφανίζουν συμπτώματα, αλλά σε μερικούς ανθρώπους, αυτά τα βακτήρια μπορούν να μεταναστεύσουν και να καταστούν υπεύθυνα για πολλές λοιμώξεις.
Η μηνιγγίτιδα είναι η πιο σοβαρή μορφή αυτών των λοιμώξεων.
Είναι θανατηφόρος;
Ο πνευμονιόκοκκος είναι η βασική αιτία βακτηριακού θανάτου σε ενήλικες (10 θάνατοι / 100.000 κάτοικοι κάθε χρόνο).
Επιπλέον, εκτιμάται ότι το 10% των παιδιών με μηνιγγίτιδα από πνευμονιόκοκκο πεθαίνουν.
Ποιοι κινδυνεύουν;
Η πνευμονιοκοκκική λοίμωξη επηρεάζει συχνότερα:
Παιδιά.
Άτομα άνω των 65 ετών.
Άτομα που πάσχουν από χρόνιες ασθένειες.
Άτομα που είναι ανοσοκατεσταλμένα ή που υποβάλλονται σε κάποια θεραπεία που καταστέλλει το ανοσοποιητικό τους σύστημα.
Μόλυνση και μετάδοση
Οι πνευμονιόκοκκοι είναι αρκετά μεταδοτικοί και μεταδίδονται από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω των εκκρίσεων (φιλιά, βήχας, φτάρνισμα…) κατά τη διάρκεια άμεσης, στενής και μακράς επαφής με φορέα του μικροβίου.
Αυτό το βακτήριο δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να μεταδοθεί μέσω του νερού ή του αέρα.
Προσβάλλοντας το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα, προκαλεί οξεία μέση ωτίτιδα και παραρρινικολπίτιδα, ενώ στο κατώτερο αναπνευστικό προκαλεί πνευμονία και βρογχίτιδα.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα του πνευμονιόκοκκου ποικίλλουν ανάλογα με τον τύπο της λοίμωξης που προκαλούν:
Σε περίπτωση πνευμονίας: υψηλός πυρετός (39-40°C), ρίγος, ξηρός βήχας ή βήχας με υποκίτρινη ή καφέ βλέννα, δύσπνοια, σοβαρό πόνο στο στήθος, συχνά από τη μία πλευρά, αδιαθεσία.
Σε περίπτωση ωτίτιδας: πόνος στο αυτί, πυρετός άνω των 38°C, αίσθημα βουλωμένου αυτιού, απώλεια ακοής, βουητό, εμφάνιση κιτρινωπών εκκρίσεων από το αυτί.
Σε περίπτωση ιγμορίτιδας: ρινική συμφόρηση με καθαρή ή πυώδη βλέννα, πόνος και αίσθημα βάρους κάτω από τα μάτια, μερικές φορές πονοκεφάλους, πυρετό και αίσθημα αδιαθεσίας.
Σε περίπτωση μηνιγγίτιδας: έντονοι πονοκέφαλοι, δυσανεξία στο φως ή / και στον θόρυβο, ναυτία, έμετος, δύσκαμπτος λαιμός, χλωμή επιδερμίδα, έντονοι πόνοι, μεγάλη κόπωση, υπνηλία, σύγχυση, παράλυση των ματιών, σπασμοί.
Σε περίπτωση βακτηριαιμίας ή σηψαιμίας: κοιλιακός πόνος, ναυτία, έμετος, διάρροια, επίμονος πυρετός, ρίγος, αυξημένος αναπνευστικός ρυθμός, υπόταση.
Διάγνωση
Η κλινική εξέταση και η ακρόαση κατευθύνουν τον γιατρό στη διάγνωση του τύπου της λοίμωξης.
Εάν υπάρχει υποψία πνευμονίας, μια αξιολόγηση και μια βακτηριολογική ανάλυση των βρογχοπνευμονικών εκκρίσεων, ολοκληρώνουν τη διάγνωση.
Σε περίπτωση υποψίας μηνιγγίτιδας, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί επείγουσα παραπομπή στον θεράποντα ιατρό ή στα επείγοντα.
Η παρουσία ενός ύποπτου συμπτώματος μπορεί να απαιτεί διαχείριση από νοσοκομείο και οσφυϊκή παρακέντηση.
Η εργαστηριακή ανάλυση αυτού του υγρού θα επιβεβαιώσει τη διάγνωση της μηνιγγίτιδας.
Σε περίπτωση υποψίας βακτηριαιμίας ή σηψαιμίας, λαμβάνεται δείγμα αίματος που θα τοποθετηθεί για καλλιέργεια ώστε να προσδιοριστεί η παρουσία βακτηρίων.
Θεραπεία
Η θεραπεία εξαρτάται από τον τύπο της λοίμωξης:
Σε περίπτωση πνευμονίας: απαιτείται η χρήση αντιβιοτικών για την εξάλειψη των βακτηρίων που είναι υπεύθυνα για τη μόλυνση. Εάν τα συμπτώματα δεν βελτιωθούν μετά από μερικές ημέρες, ο γιατρός μπορεί να χρειαστεί να αναθεωρήσει τη θεραπεία.
Σε περίπτωση ωτίτιδας: η χρήση αντιβιοτικών είναι απαραίτητη εάν το παιδί είναι κάτω των 2 ετών και εάν η ωτίτιδα είναι πυώδης και επώδυνη. Εάν η λοίμωξη του αυτιού είναι συμφορητική και το παιδί είναι άνω των 2 ετών, η λήψη αντιβιοτικών δεν είναι απαραίτητη. Σε κάθε περίπτωση μπορεί να χορηγηθεί αναλγητικό-αντιπυρετικό.
Σε περίπτωση ιγμορίτιδας: η θεραπεία της βακτηριακής ιγμορίτιδας βασίζεται στη χρήση αμοξικιλλίνης (ένα αντιβιοτικό που λαμβάνεται από το στόμα) σε παιδιά και ενήλικες. Εάν τα συμπτώματα δεν βελτιωθούν μετά από 3-4 ημέρες, θα πρέπει να γίνεται αναθεώρηση της θεραπείας.
Σε περίπτωση μηνιγγίτιδας: απαιτείται επείγουσα θεραπεία με αντιβιοτικά κατά τη διάρκεια της νοσηλείας. Ο γιατρός χορηγεί μια πρώτη επείγουσα αντιβιοτική θεραπεία μετά την κλινική εξέταση, την εξέταση αίματος και την οσφυϊκή παρακέντηση, η οποία μπορεί να περιλαμβάνει αρκετά αντιβιοτικά, ανάλογα με την ευαισθησία στα μικρόβια και την αντίσταση του βακτηριδίου σε διαφορετικά αντιβιοτικά. Η θεραπεία μπορεί να διαρκέσει από 1 έως και 3 εβδομάδες.
Σε περίπτωση βακτηριαιμίας ή σηψαιμίας: η θεραπεία βασίζεται στη χρήση αντιβιοτικών, ο τύπος και η διάρκεια των οποίων εξαρτώνται από διάφορες παραμέτρους (σημείο εισόδου της σήψης, ιατρικό ιστορικό του ασθενούς, πιθανές χρόνιες παθολογίες, κλινική και μικροβιολογική εξέλιξη, ηλικία του ασθενούς, αλλεργίες, αποτελέσματα του αντιβιογράμματος κ.λπ.).
Το εμβόλιο ενάντια στον πνευμονιόκοκκο.
Το εμβόλιο ενάντια στον πνευμονιόκοκκο αποτελεί ένα σημαντικό όπλο στη φαρέτρα μας και μπορεί να γίνει οποιαδήποτε εποχή του χρόνου.
Το εμβόλιο κατά του πνευμονιόκοκκου και το αντιγριπικό εμβόλιο μπορούν να χορηγηθούν συγχρόνως, το καθένα σε άλλο βραχίονα.
Ο διπλός εμβολιασμός δεν αυξάνει τις παρενέργειες, ενώ δρα αθροιστικά στην προστασία έναντι των αναπνευστικών λοιμώξεων.