Ακολουθώντας μια σχολή διαπαιδαγώγησης πιο «παραδοσιακή», ο μπαμπάς του γιου μου μ’ έχει ρωτήσει πολλές φορές γιατί επιμένω να τον αφήνω να τρώει μόνος του. Έχει θαυμάσει πολλές φορές την υπομονή μου κι άλλες τόσες μ’ έχει κοροϊδέψει μιας και μετά από κάθε γεύμα χρειάζεται να περάσει από το σπίτι συνεργείο γενικού καθαρισμού. Η αλήθεια είναι πως θα ήταν πολύ ευκολότερο για μένα να τον ταΐζω. Θα εξοικονομούσαμε χρόνο. Θα ολοκληρώναμε τα γεύματα μας αναίμαχτα. Δε θα χανόταν ένα μεγάλο μέρος του φαγητού που τόσο κοπίασα για να ετοιμάσω στο πάτωμα. Δε θα λεκιάζονταν τα ρούχα του που τόσο κοπίασα να πλύνω, να σιδερώσω και να βάλω στην θέση τους. Δεν θα έπρεπε εκ των υστέρων να τον βάλω στο μπάνιο για να ξεκολλήσω τροφές απ’ τα μαλλιά του. Ούτε και να ξοδέψω χρόνο (που δε μου περισσεύει κιόλας) για να καθαρίσω το χάος που άφησε πίσω του.
«Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί επιμένεις να κάνεις την ζωή σου δυσκολότερη.» Αυτή την φράση την ακούω πια κατά την διάρκεια κάθε γεύματος. Κι η αλήθεια είναι πως έχω μπει πολλές φορές στον πειρασμό να τον ταΐσω. «Να τελειώνουμε», σκέφτομαι. «Να γλιτώσω τον κόπο». Ξέρω όμως πως κάνοντας την ζωή μου δυσκολότερη τώρα, και για λίγο (τα παιδιά μεγαλώνουν ανατριχιαστικά γρήγορα), προσφέρω στον γιο μου τρομερά οφέλη. Κι είναι αυτή η τακτική υπενθύμιση που με κρατάει εκείνες τις στιγμές που αρχίζει με τα λαδωμένα του χέρια να ανακατεύει τα φρεσκολουσμένα του μαλλιά, ή που σηκώνεται απ’ το τραπέζι πριν προλάβω να τον καθαρίσω κι αρχίζει να τρέχει πέρα δώθε αγγίζοντας τα έπιπλα, τους καναπέδες, τις κουρτίνες κλπ.
Τα παιδιά γνωρίζουν τον κόσμο εξερευνώντας. H μάθηση που αποκτάται διά μέσου των αισθήσεων είναι αναντικατάστατη. Σκεφτείτε το: ας υποθέσουμε ότι υπάρχει κάπου στον κόσμο ένα σπάνιο φρούτο για το οποίο δεν έχετε ξανακούσει. Μια μέρα έχετε την ευκαιρία να το δείτε με τα μάτια σας, να το αγγίξετε, να το κόψετε στην μέση, να το μυρίσετε, να το γευτείτε. Σε καμία περίπτωση αυτή η εμπειρία δεν θα μπορούσε να είναι η ίδια με το να σας δείξουν απλώς μια εικόνα του φρούτου αυτού ή με το να προσπαθήσουν άλλοι μέσω της δικής τους εμπειρίας να σας εξηγήσουν την γεύση, την υφή και το άρωμα του.
Με τον ίδιο τρόπο λοιπόν, οφείλουμε να παρέχουμε στα παιδιά μας ευκαιρίες για μάθηση μέσω της εξερεύνησης και της ανακάλυψης. Δίνοντας τους τον χώρο και τον χρόνο να φάνε μόνα τους, τους επιτρέπουμε να αναπτύξουν τις αισθήσεις τους, να γνωρίσουν τις τροφές τους, να καταλάβουν εμπειρικά τι σημαίνει ζεστό ή κρύο, σκληρό ή μαλακό, κολλώδες, γλυκό, ξινό, αλμυρό, και πάει λέγοντας.
Μαζί με τις υφές, τις γεύσεις και τις μυρωδιές, σ’ αυτή την τρυφερή ηλικία τα παιδιά μας ανακαλύπτουν και το σώμα τους. Ανακαλύπτουν ότι μπορούν κατά βούληση να μετακινήσουν τα χέρια τους όπως αυτά θέλουν. Η προσπάθεια να πιάσουν το φαγητό και να το φτάσουν μέχρι το στόμα, η προσπάθεια στη συνέχεια να μαζέψουν την τροφή με το κουτάλι και να την μεταφέρουν χωρίς να χυθεί, όλα αυτά συνεισφέρουν στην ανάπτυξη των κινητικών δεξιοτήτων τους. Για παράδειγμα, πολλές έρευνες έχουν δείξει ότι το να επιτρέπουμε σε παιδιά ακόμα και μικρότερα του ενός έτους να χρησιμοποιούν κανονικό ποτηράκι αντί για μπιμπερό βοηθά στην σταθεροποίηση της σιαγόνας, στην ενδυνάμωση των μυών του λαιμού, ενθαρρύνει τον συντονισμό των δύο χεριών, ενώ παράλληλα οδηγεί στην ανάπτυξη κιναισθητικών και ιδιοδεκτικών δεξιοτήτων.
Ένα άλλο επιχείρημα που συχνά καλούμαι να αντικρούσω έχει να κάνει με το κατά πόσον ένα παιδί που τρέφεται μόνο του τρώει πραγματικά όσο χρειάζεται. «Άμα μαζέψω όλα τα κομμάτια από το πάτωμα και τα ξαναβάλω στο πιάτο, θα δεις ότι δεν λείπει τίποτα», επιμένει η γιαγιά του όποτε τρώει μαζί μας, η οποία αν δεν την είχα από κοντά μάλλον θα τον κυνηγούσε μέσα στο σπίτι απ’ το πρωί ως το βράδυ μ’ ένα κουτάλι. Κι όμως, έρευνες δείχνουν ότι τα παιδιά που αφέθηκαν από νωρίς στο να μάθουν να τρώνε μόνα τους, αναπτύσσουν στην συνέχεια πιο υγιείς διατροφικές συνήθειες και έχουν λιγότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν παχυσαρκία ή κάποια διατροφική διαταραχή. Ο λόγος είναι ότι ακόμα κι από την βρεφική ηλικία, τα παιδιά είναι σε θέση να γνωρίζουν πότε έχουν χορτάσει και να σταματάνε από μόνα τους. Όταν ταΐζουμε τα παιδιά μας, κι όταν μάλιστα επιμένουμε να φάνε τόσο όσο εμείς θεωρούμε ικανοποιητικό, στην ουσία σαμποτάρουμε τα βιολογικά τους ένστικτα και την ικανότητα τους για αυτορρύθμιση.
Πέρα απ’ αυτό, το να επιτρέπουμε στα παιδιά μας να συμμετέχουν ενεργά στα γεύματα τους, έχει και πολλά, σημαντικά συναισθηματικά οφέλη. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου – κι ας έχουν περάσει σχεδόν 9 χρόνια – τον ενθουσιασμό της κόρης μου όταν κατάφερε για πρώτη φορά να φέρει το κουτάλι στο στόμα γεμάτο. Εκείνη την στιγμή ένιωσε τόσο περήφανη. Αν εκεί που έβλεπα ότι δεν τα κατάφερνε της άρπαζα το κουτάλι για να την ταΐσω εγώ, όσο αγνές κι αν ήταν οι προθέσεις μου, όσο κι αν θα ήθελα απλώς να την βοηθήσω, στην πραγματικότητα αυτό που η ίδια θα καταλάβαινε, ο τρόπος που εκείνη θα μετέφραζε αυτή μου την κίνηση θα ήταν «Οκ, η μαμά μου δεν πιστεύει ότι μπορώ να το κάνω, οπότε ίσως πράγματι να μην μπορώ. Ίσως να μην είμαι τόσο ικανή όσο νομίζω.»
Γι’ αυτό λοιπόν, επιλέγω το χάος. Επιλέγω τους λεκέδες στα ρούχα που δεν βγαίνουν με τίποτα. Επιλέγω το λερωμένο πάτωμα. Επιλέγω να κάνω την ζωή μου δυσκολότερη – για λίγο. Γιατί τα όσα κερδίζει το παιδί μου απ’ αυτό είναι πολύ περισσότερα και πολύ πιο σημαντικά.
Χρυστάλλα Μωυσέως