Η επιστημονική γνώση και κατανόηση ως αντίδοτο στο ρατσισμό

 

Ο μύθος των φυλετικών διαφορών στη νοημοσύνη

Παρότι επιστημονικά δεδομένα τεκμηριώνουν διαρκώς ότι οι άνθρωποι, επί της ουσίας, είναι περισσότερο όμοιοι από ό,τι διαφορετικοί μεταξύ τους, ο ρατσισμός σε κάθε επίπεδο εξακολουθεί να υφίσταται και να ενδυναμώνεται επικίνδυνα στην εποχή μας. Τα επιστημονικά ευρήματα συχνά αγνοούνται, παρερμηνεύονται σκόπιμα ή δεν συμπεριλαμβάνονται στη ρατσιστική ατζέντα. Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί οξύτατα κοινωνικο-οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, όπως π.χ. η μεταναστευτική πολιτική μιας χώρας, η αντιμετώπιση των προσφύγων ή των μειονοτήτων, καθώς και οι συγκρουσιακές σχέσεις ανάμεσα σε διαφορετικές κοινωνικές ομάδες.

 

Αναζητώντας την «ανθρώπινη φύση» μεταξύ επιστήμης και ιδεολογίας

Από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα στη Δύση, η κυρίαρχη ιδεολογία του κοινωνικού δαρβινισμού περιγράφει τη βιοπολιτική ιστορία του είδους μας, καθώς και τις ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις ως ένα λυσσαλέο αγώνα για την «επιβίωση των καταλληλότερων» ανθρώπινων πληθυσμών.

Χάρη σε αυτό το ρατσιστικό ιδεολόγημα, ο λευκός άνθρωπος πίστεψε ότι κυριαρχεί αυτοδικαίως πάνω στους άλλους ανθρώπους, αφού ανήκει στην τελειότερη βιολογικά και πνευματικά ανθρώπινη «φυλή»! Άραγε, τα όσα γνωρίζουμε για την ανθρώπινη βιολογική εξέλιξη και ιστορία δικαιολογούν αυτή την αυταπάτη;

Σύμφωνα με τον κοινωνικό δαρβινισμό, που είναι μία ιδεολογική και άρα παραπλανητική εκδοχή της εξελικτικής θεωρίας του Δαρβίνου, η διαστρωμάτωση της κοινωνίας σε τάξεις όσο και οι σχέσεις εξουσίας μεταξύ «διαφορετικών» ανθρώπινων ομάδων είναι, υποτίθεται, η αντανάκλαση των φυλετικών προδιαγραφών και εγγενών βιολογικών ορίων αυτών των ανθρώπων.

Και μόνο το γεγονός όμως ότι, επί αιώνες, οι επιστήμονες δεν κατάφεραν να καταλήξουν σε μίαν κοινά αποδεκτή φυλετική ταξινόμηση των ανθρώπινων ομάδων αποδεικνύει την ανυπαρξία διακριτών «φυλών» μέσα στο ανθρώπινο είδος.

 

Αναζητώντας τα «φυλετικά» γονίδια

Μόνο μετά την ανάπτυξη των εξελικτικών ιδεών του Δαρβίνου, η επιστημονική σκέψη θα ανακαλύψει τους ακριβείς μηχανισμούς που διαμορφώνουν τη ζωική και την ανθρώπινη ποικιλομορφία, ανατρέποντας κάποιες ιδιαίτερα επίμονες μεταφυσικές, αλλά και κοινωνικές προκαταλήψεις αιώνων.

Κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ού αιώνα, οι ειδικοί άρχισαν να προσφεύγουν στη συγκριτική και στατιστική ανάλυση του ανθρώπινου DNA θεωρώντας ότι, σε τελευταία ανάλυση, στα γονίδια θα πρέπει να αναζητηθούν οι διαφορές μεταξύ των ανθρώπων.

Μία από τις πιο συστηματικές μελέτες πραγματοποιήθηκε από τον Ρίτσαρντ Λιούοντιν (R. Lewontin), τον διάσημο γενετιστή στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Αυτός ο προοδευτικός και ιδιοφυής ερευνητής κατάφερε, κατά τη δεκαετία του 1970-1980, να επινοήσει μία αποτελεσματική μέθοδο ακριβούς συσχέτισης της ορατής ανθρώπινης ποικιλομορφίας με τα γονίδιά μας. Κατάφερε δηλαδή να αναλύσει και να συσχετίσει στατιστικά τις γενετικές διαφορές ανάμεσα στις ανθρώπινες «φυλές».

Το εντυπωσιακό συμπέρασμα των ερευνών του -που επιβεβαιώθηκαν κατόπιν από πολλές άλλες σχετικές μελέτες- ήταν ότι η γενετική ποικιλομορφία μεταξύ διαφορετικών και γεωγραφικά απομακρυσμένων πληθυσμών είναι ελάχιστη, ενώ η γενετική ποικιλότητα μεταξύ ατόμων του ίδιου πληθυσμού που ζει στον ίδιο τόπο είναι αναλογικά πολύ μεγαλύτερη!

Επιπλέον, οι πρόσφατες έρευνες γεωγραφικής γενετικής, όπως αυτές του διάσημου Ιταλού Λ.Κ. Σφόρτσα (L.C. Sforza) και των μαθητών του, επιβεβαίωσαν ότι οι διαφοροποιήσεις στη γενετική και ανατομική ποικιλομορφία δεν παρατηρούνται σε γεωγραφικά προκαθορισμένα «πακέτα», δηλαδή στις τοπολογικά διαφορετικές «φυλές» του ανθρώπινου πληθυσμού: οι περισσότερες γονιδιακές παραλλαγές είναι σταθερά κατανεμημένες σε όλους τους υπάρχοντες ανθρώπινους πληθυσμούς που ζουν σε κάθε μήκος και πλάτος του πλανήτη μας.

Το βέβαιο είναι ότι, σήμερα, η απίστευτη γενετική και μορφολογική ποικιλομορφία του ανθρώπινου είδους δεν μπορεί πλέον να εξηγείται με απλοϊκά και ύποπτα κοινωνικά ιδεολογήματα, όπως είναι οι ανθρώπινες «φυλές».

 

Ο ρόλος περιβαλλοντικών και γενετικών παραγόντων όσον αφορά τη νοημοσύνη

Η μέτρηση της νοημοσύνης ήταν μια πρόκληση μέχρι και πριν μερικές δεκαετίες. Πολλοί ψυχολόγοι έχουν προτείνει θεωρίες για το τι είναι η νοημοσύνη και πώς θα μπορούσε να μετρηθεί. O Cattel ήταν ο πρώτος που ανέφερε τον όρο «κρυσταλλική νοημοσύνη», που είναι στην ουσία γνώση και ικανότητες, οι οποίες απορρέουν από την κουλτούρα και μπορεί να αυξάνεται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής. Είναι στην ουσία η επίκτητη γνώση. Ο Gardner ήταν εκείνος ο οποίο αναγνώρισε πρώτος την πολλαπλή νοημοσύνη. Κάποιος για παράδειγμα ο οποίος έχει χαμηλή βαθμολογία σε ένα λογικο-μαθηματικό τεστ, μπορεί να έχει υψηλή σε ένα γλωσσικό ή χωροταξικό κ.τ.λ.

Η θεωρία ότι η νοημοσύνη δεν έχει τις ίδιες «γενετικές προδιαγραφές» για όλες τις φυλές (και φύλα) προκαλεί συζητήσεις μέχρι και σήμερα.

Από τις έρευνες που έχουν γίνει τις τελευταίες δεκαετίες αποδεικνύεται πως αυτό που παίζει μεγαλύτερο ρόλο είναι οι περιβαλλοντικές συνθήκες και όχι οι φυλετικές διαφορές. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τις διαφορές φύλων. Οι γυναίκες πριν μερικές δεκαετίες μη έχοντας τα ίδια δικαιώματα με τους άντρες, ακόμα και από τα σχολικά χρόνια, δεν είχαν την ευκαιρία να αποδώσουν το πραγματικό τους δυναμικό. Κατά αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκε εσφαλμένα η πεποίθηση πως οι γυναίκες δεν ήταν τόσο ευφυείς όσο οι άντρες.

Η γενετική και η εξελικτική ιστορία της νοημοσύνης ξεκαθαρίζει τα πράγματα. Η νοημοσύνη είναι το καθοριστικής σημασίας χαρακτηριστικό μας και το μοναδικό μας πραγματικό πλεονέκτημα έναντι των άλλων ζώων. Μας έδωσε ένα πρωταρχικό προβάδισμα στη δυνατότητα προσαρμογής σε ποικίλα, ετερόκλητα περιβάλλοντα, ενώ η χρησιμότητά της ενισχύθηκε μαζικά με την επινόηση του πολιτισμού και της γλώσσας.

Αυτό το διαρκώς αυξανόμενο επιλεκτικό πλεονέκτημα της ολοένα υψηλότερης νοημοσύνης οδήγησε σε ένα φαινόμενο χιονοστιβάδας, που κατά πάσα πιθανότητα σταμάτησε μόνο από τους φυσικούς περιορισμούς που επιβάλλουν τόσο ο τρόπος με τον οποίον ερχόμαστε στη ζωή (ο τοκετός), όσο και οι μεταβολικές απαιτήσεις που θα είχε ένας μεγάλος εγκέφαλος.

Έτσι η εξέλιξη μάς προίκισε με ένα γενετικό πρόγραμμα που φέρει τις οδηγίες για τον τρόπο με τον οποίον αναπτύσσονται οι πολύπλοκοι εγκέφαλοί μας με την προκύπτουσα γνωστική ικανότητά μας.

Αντί κάποιοι, λοιπόν, να προβληματίζονται για την ανθρώπινη νοημοσύνη, θα ήταν πιο σωστό να εστιάσει η κοινωνία στους περιβαλλοντικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που γνωρίζουμε ότι εμπλέκονται με τρόπο καθοριστικό και τους οποίους μπορούμε να αλλάξουμε, όπως η υγειονομική περίθαλψη της μητέρας και του βρέφους, η διατροφή στην πρώιμη παιδική ηλικία, η έκθεση σε επικίνδυνες τοξίνες, όπως ο μόλυβδος, η πρόσβαση στην εκπαίδευση και η ποιότητα της εκπαίδευσης, όλα όσα με λίγα λόγια δίνουν ίσες ευκαιρίες και κάνουν πραγματικά τη διαφορά.